- φούσκος
- ο, Ν1. ισχυρό ράπισμα, χαστούκι, σκαμπίλι2. ναυτ. σφαιρικό κατασκεύασμα, το περίβλημα τού οποίου αποτελείται από πλέγμα σχοινιών, ενώ το εσωτερικό του από στυπία και συμπιεσμένα ράκη και το οποίο αναρτάται από το περιτόναιο τού σκάφους προστατεύοντας τα πλευρά του από προσκρούσεις σε κρηπιδώματα ή σε άλλα πλοία, αλλ. μπαλόνι.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού φουσκώνω].————————ὁ, Μμελαχρινός.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fuscus «μαύρος, μέλας»].
Dictionary of Greek. 2013.