φούσκος

φούσκος
ο, Ν
1. ισχυρό ράπισμα, χαστούκι, σκαμπίλι
2. ναυτ. σφαιρικό κατασκεύασμα, το περίβλημα τού οποίου αποτελείται από πλέγμα σχοινιών, ενώ το εσωτερικό του από στυπία και συμπιεσμένα ράκη και το οποίο αναρτάται από το περιτόναιο τού σκάφους προστατεύοντας τα πλευρά του από προσκρούσεις σε κρηπιδώματα ή σε άλλα πλοία, αλλ. μπαλόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού φουσκώνω].
————————
ὁ, Μ
μελαχρινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fuscus «μαύρος, μέλας»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φούσκος — ο 1. δυνατό και ηχηρό ράπισμα, χαστούκι, μπάτσος, σφαλιάρα. 2. (ναυτ.), σφαιρικό κατασκεύασμα από σκοινί που προφυλάγει τις πλευρές του σκάφους στις προσκρούσεις του στο κρηπίδωμα ή σε άλλο σκάφος, το μπαλόνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Δεκέβαλος — (τέλη 1ου – αρχές 2ου αι. μ.Χ.). Βασιλιάς της Δακίας στα χρόνια του Δομιτιανού και του Τραϊανού. Είναι πιθανό η ονομασία Δ. να σήμαινε βασιλιάς ή αρχηγός στη δακική γλώσσα. Το 84 μ.Χ. οι Δακοί εισέβαλαν στη Μυσία, ρωμαϊκή επαρχία τότε, αλλά ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”